-
1 συλλογή
[силлоги] ουσ. Θ. собрание, коллекция. относящийся к обществу, ассоциации.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συλλογή
-
2 коллекция
-и θ.συλλογή•коллекция марок συλλογή γραμματοσήμων•
коллекция картин συλλογή εικόνων•
-монет συλλογή νομισμάτων•
книжная коллекция συλλογή βιβλίων•
коллекция минералов συλλογή ορυκτών.
-
3 выбор
выбор м 1) η εκλογή· у меня не было \выбора δεν μπορούσα διαφορετικά 2) (товаров и т. п.) η συλλογή в большом \выборе σε μεγάλη συλλογή 3) (отбор) το διάλεγμα на \выбор κατ' εκλογή* * *м1) η εκλογήу меня́ не́ было вы́бора — δεν μπορούσα διαφορετικά
2) (товаров и т. п.) η συλλογήв большо́м вы́боре — σε μεγάλη συλλογή
3) ( отбор) το διάλεγμαна вы́бор — κατ'εκλογή
-
4 собрание
собрание с 1) η συνέλευση, η συγκέντρωση 2) (коллекция, тж. лит.) η συλλογή; \собрание сочинений η συλλογή έργων* * *с1) η συνέλευση, η συγκέντρωση2) (коллекция, тж. лит.) η συλλογήсобра́ние сочине́ний — η συλλογή έργων
-
5 собрание
собраниес1. ἡ συνέλευση [-ις], ἡ συγ-κέντρωση [-ις]:общее \собрание ἡ γενική συνέλευση· предвыборное \собрание ἡ προεκλογική συγκέντρωση·2. (выборный орган) ἡ συνέλευση:учредительное \собрание ἡ συντακτική συνέλευση· Национальное \собрание (во Франции) ἡ βουλή, ἡ ἐθνοσυνέλευση [-ις]·3. (общество) ἡ ὀμήγυρη [-ις]·4. (коллекция, свод, тж. о произведениях) ἡ συλλογή:\собрание картин συλλογή πινάκων \собрание законов ἡ συλλογή νόμων, ὁ κώδικας [-ις]· \собрание стихотворений ἡ συλλογή ποιημάτων полное \собрание сочинений τά ἄπαντα. -
6 размышление
размышлен||иес ἡ σκέψη [-ις], ὁ στοχασμός, ὁ συλλογισμός, ἡ συλλογή:по зрелом \размышлениени ὑστερα ἀπό ὠριμη σκέψη· это наводит на \размышлениеия αὐτό (μέ) βάζει σέ σκέψεις, αὐτό (μέ) βάζει σέ συλλογή· быть погруженным в \размышлениеия πέφτω σέ συλλογή, βυθίζομαι σέ σκέψεις. -
7 сборник
сборникм ἡ συλλογή:\сборник песен ἡ συλλογή τραγουδιών \сборник стихов ἡ συλλογή ποιημάτων. -
8 собрание
-я ουδ.1. παλ. συγκέντρωση•собрание сведений συγκέντρωση πληροφοριών•
собрание исторических материалов συγκέντρωση ιστορικού υλικού.
2. συλλογή, μάζεμα•собрание древних монет συλλογή αρχαίων νομισμάτων•
собрание сочинений συλλογή έργων λογοτεχνικών.
|| συνάθροιση, σύναξη.3. συνέλευση•общее собрание γενική συνέλευση•
провести собрание διεξάγω (κάνω) συνέλευση•
партийное собрание κομματική συνέλευση•
национальное собрание εθνοσυνέλευση.
4. παλ. χώρος συγκέντρωσης. -
9 набор
1. (комплект) το σύνολο, η συλλογήτο σετ (ξεν.)шрифтовый - των γραμμάτων/στοιχείων2. (тлф.) η κλίση 3. мат. η συλλογή 4. полигр. η στοιχειοθέτηση 5. (корпуса судна) οι ενισχύσειςτα ενισχυτικά (του πλοίου)- корпуса судна продольный το διάμηκες σύστημα ενίσχυσης (του πλοίου) б.(высоты) ав. η άνοδος, η αναρρίχηση7. (скорости) (ав., авто) η αύξηση (της ταχύτητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набор
-
10 гарнитур
гарнитур м το κομπλέ, η πλήρης συλλογή мебельный \гарнитур η επίπλωση* * *мτο κομπλέ, η πλήρης συλλογήме́бельный гарниту́р — η επίπλωση
-
11 коллекция
-
12 комплект
-
13 набор
набор м 1) η συναρμογή, η πρόσληψη* \набор рабочих η πρόσληψη εργατών 2) полигр. η στοιχειοθέτηση 3) (комплект) η συλλογή* * *м1) η συναρμογή, η πρόσληψηнабо́р рабо́чих — η πρόσληψη εργατών
2) полигр. η στοιχειοθέτηση3) ( комплект) η συλλογή -
14 сборник
-
15 собрать
собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он* * *1) в разн. знач. μαζεύωсобра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω
собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα
собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω
2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ -
16 выбор
выборм1. ἡ ἐκλογἡ:неудачный \выбор κακή ἐκλογή· сделать \выбор διαλέγω, ἐκλέγω· \выбор пал на него σ'αὐτόν ἐπεσε ὁ κλήρος· у меня не было \выбора δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικἄ2. (ассортимент) ἡ συλλογή:большой \выбор товаров ἡ μεγάλη συλλογή ἐμπορευμάτων ◊ на \выбор κατ' ἐκλογήν. -
17 коллекция
коллекцияж ἡ συλλογή:\коллекция монет ἡ συλλογή νομισμάτων. -
18 набор
наборм1. (куда-л.) ἡ ἐγγραφή, ἡ εί-σαγωγή (учащихся)! ἡ μίσθωση (рабочих)/ ἡ στρατολογία, ἡ ἐπιστρἀτευση [-ις] (в армию):производить\наборἐγγράφω, είσάγω (в учебное заведение и т. п.) / προσλαμβάνω, μίστώνω (рабочих)·2. (комплект) ἡ συλλογή, τό τακίμι:\набор инструментов τά ἐργαλεία, ἡ συλλογή ἐργαλείων3. полигр. ἡ στοιχειοθέτηση· ◊ \набор слов κούφια λόγια, λόγια χωρίς σημασία. -
19 раздумье
раздумьес1. (размышление) ἡ συλλογή, ἡ σκέψη [-ις], ὁ στοχασμός:впасть в \раздумье πέφτω σέ συλλογή·2. (колебание) ὁ δισταγμός, ὁ ἐνδοιασμός:его́ взяло \раздумье ἄρχισε νά ἔχει ἐνδοιασμούς. -
20 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.
См. также в других словарях:
συλλογή — gathering fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… … Dictionary of Greek
συλλογή — η 1. συνάθροιση, μάζωμα: Συλλογή καρπών. 2. σύνολο πραγμάτων που έχουν συλλεχτεί: Κατάρτισε μια πλούσια συλλογή αρχαίων νομισμάτων. 3. επίμονη σκέψη, το να βυθίζεται κάποιος σε σκέψεις: Τον τρώει η συλλογή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλογῇ — συλλογῆι , συλλογεύς collector masc dat sg (epic ionic) συλλογή gathering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek
Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… … Dictionary of Greek
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek
Κανών Αλεξανδρινός — Συλλογή Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών που πραγματοποιήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τον Αρίσταρχο τον Γραμματικό. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι κανόνες, συντεταγμένοι από διαφόρους. Στην πρώτη συλλογή είχαν περιληφθεί… … Dictionary of Greek